- κλοιός
- Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες, από τις οποίες περνούσαν το κεφάλι και τα χέρια των θυμάτων. Ακολουθούσε συνήθως διαπόμπευση και δημόσιος εξευτελισμός.
Ο κ. χρησιμοποιήθηκε για βασανιστήρια, ιδιαίτερα κατά τον Μεσαίωνα. Ο συνηθέστερος τύπος κ. της εποχής εκείνης ήταν ένα σιδερένιο στεφάνι, το οποίο είχε ακίδες στο εσωτερικό του. Παρόμοια όργανα βασανισμού επινοήθηκαν και στους νεότερους χρόνους. Οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν το λεγόμενο κανγκ. Ο γαλλικός κ., γνωστός με την ονομασία καρκάν (carcan), ήταν ένα σιδερένιο περιλαίμιο με αλυσίδα, η οποία δενόταν σε έναν πάσσαλο. Έτσι ο καταδικασμένος παρέμενε στην κατάσταση αυτή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, που συνήθως ήταν μία ώρα. Η ποινή αυτή καταργήθηκε στη Γαλλία το 1832, αλλά κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο χρησιμοποιήθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες της Γερμανίας και της Ιταλίας για τον βασανισμό των αντιπάλων τους. Επρόκειτο πάντως για μια εξελιγμένη μορφή κ., ενισχυμένου με καλώδια για την εκκένωση ηλεκτρικού ρεύματος στο σώμα του βασανιζόμενου.
* * *ο (AM κλοιός, Α και αττ. τ. κλῳός)σιδερένια ή ξύλινη στεφάνη που μπαίνει στον λαιμό ή στα άκρα τών ζώων ή χρησιμοποιείται ως όργανο βασανισμού τών καταδίκων (α. «ὥσπερ τοὺς δάκνοντας κύνας κλοιῷ δήσαντες», Ξεν.β. «δεδεμένος καὶ τώ χεῖρε καὶ τὸν τράχηλον ἐν κλοιῷ μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος», Ξεν.γ. «ἐπιθήσῃ κλοιὸν σιδηροῡν ἐπὶ τὸν τράχηλόν σου, ἕως ἄν ἐξολοθρεύσῃ σε», ΠΔ)νεοελλ.1. καθετί που περιορίζει σαν κύκλος εκείνους τους οποίους περικλείει («οι αστυνομικοί σχημάτισαν κλοιό γύρω από τους διαδηλωτές»)2. ατιμωτική ποινή3. ναυτ. σιδερένια στεφάνη στερεωμένη στα ακροκέραια τών μεγάλων κεραιών τού πλοίουαρχ.κόσμημα λαιμού, περιδέραιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε τ. κλωFιός, άγνωστης ετυμολ., μολονότι έχουν γίνει προσπάθειες συνδέσεώς του με τα κλεις, κλείω].
Dictionary of Greek. 2013.